- συνεργός, -ός, -ό
- 1. αυτός που συμπράττει σε μια κακή πράξη, συνένοχος: Είχε και συνεργούς στη ληστεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνεργός — working together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
ξυνεργός — συνεργός , συνεργός working together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργόν — συνεργός working together masc/fem acc sg συνεργός working together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργοί — συνεργός working together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργούς — συνεργός working together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργά — συνεργός working together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργέ — συνεργός working together masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργῷ — συνεργός working together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργώ — συνεργός working together masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)